- γάζα
- γάζᾱ , γάζαtreasurefem nom/voc/acc dualγάζᾱ , γάζαtreasurefem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γάζα — (Ghazzah, αρχ. Άζα). Πόλη (367.388 κάτ. το 1997) στα κατεχόμενα εδάφη της νότιας Παλαιστίνης, χτισμένη σε ύψωμα, σε απόσταση 4 χλμ. από τη θάλασσα, όπου βρίσκεται και το λιμάνι της. Αρχαία πόλη των Φιλισταίων, είναι χτισμένη σε θέση κλειδί πάνω… … Dictionary of Greek
γάζα — η 1. αραιοϋφασμένο διάφανο ύφασμα, τούλι. 2. αποστειρωμένη υφασμάτινη ταινία που χρησιμεύει στην επίδεση τραυμάτων: Έδεσε το τραύμα με γάζες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γάζας — γάζᾱς , γάζα treasure fem acc pl γάζᾱς , γάζα treasure fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάζαι — γάζα treasure fem nom/voc pl γάζᾱͅ , γάζα treasure fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάζαν — γάζᾱν , γάζα treasure fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάζαις — γάζα treasure fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάζη — γάζα treasure fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάζης — γάζα treasure fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάζῃ — γάζα treasure fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek